- αλιχούδευτος
- η , ο1) не жадный, не прожорливый; 2) непривлекательный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλιχούδευτος — η, ο [λιχουδεύω] 1. ο μη λιχούδης, μη λαίμαργος 2. αυτός που δεν προκαλεί τη λαιμαργία … Dictionary of Greek
αλιχούδευτος — η, ο αυτός που δεν αισθάνεται ή δεν προκαλεί λαιμαργία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)